- μωρουδάκι
- τοπολύ μικρό μωρό, μωρουδέλι, μικρό βρέφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρεφύλλιον — βρεφύλλιον, το (AM) [βρέφος] βρέφος, μωρουδάκι … Dictionary of Greek
μωρουδέλι — το [μωρούδι] μωρουδάκι, μικρό βρέφος … Dictionary of Greek
νηνίτσιν — και νινίτσιν, τὸ (Μ) (χαϊδευτικά) μωράκι, μωρουδάκι, νινάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηνί / νινί + υποκορ. κατάλ. ίτσιν] … Dictionary of Greek